ξεροψήσιμο

ξεροψήσιμο
το [ξεροψήνω]
ψήσιμο φαγητού ώσπου να γίνει ξερό, αργό και υπερβολικό ψήσιμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καβούρντισμα — και καβούρδισμα, το 1. φρυγάνισμα, ξεροψήσιμο «τα αμύγδαλα θέλουν καβούρντισμα») 2. τσιγάρισμα («το καβούρντισμα τού καφέ γίνεται σιγά σιγά») 3. συνεκδ. κόψιμο, ψήσιμο, υπερθέρμανση λιοπύρι. 4. μτφ. βασάνισμα, παιδεμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καβουρντίζω… …   Dictionary of Greek

  • καβούρδισμα — καβούρδισμα, το και καβούρντισμα, το φρυγάνισμα, ξεροψήσιμο: Τα στραγάλια ήθελαν περισσότερο καβούρδισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοκκίνισμα — το, ατος 1. το να γίνει κάτι κόκκινο. 2. το ξεροψήσιμο, το τσιγάρισμα του κρέατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρυγάνισμα — το, ατος το ξεροψήσιμο, το καβούρντισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”